Slideshow image Slideshow image Slideshow image
Previous Next
Ελιά Βαλανόλια η Κολοβή

 

Είναι ποικιλία που καλλιεργείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στη Λέσβο.Παρουσιάζει μέτριες απαιτήσεις σε έδαφος και καλλιεργητικές περιποιήσεις.Εφόσον όμως βοηθήσουν οι συνθήκες μπορεί να δώσει αρκετά υψηλές αποδόσεις.Θεωρείται μία από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες τόσο από πλευράς παραγωγικότητας,όσο και από πλευράς ποιότητας.Είναι όψιμης ωρίμανσης (η πλήρης ωρίμανση πραγματοποιείται Φεβρουάριο-Μάρτιο),αλλά η συλλογή της αρχίζει από νωρίς (κατά το Νοέμβριο).Το δέντρο είναι μέτρια ζωηρό,με κόμη ακανόνιστη.Τα φύλλα είναι μεγάλα,σκληρά και σχετικά πλατιά.Χαρακτηριστικό του καρπού είναι ότι δεν παρουσιάζει θηλή ή ακίδα και έχει σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό και γενικά μοιάζει σαν βελανίδι.Το μέσο βάρος καρπού είναι 3-4,5 γρ. και η ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού είναι γύρω στο 25%.Επίσης χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ποικιλίας είναι η μεγάλη χρονική περίοδος της άνθησης (περίπου 3-4 εβδομάδες),γεγονός το οποίο,σε ευνοικές συνθήκες,εξασφαλίζει τη γονιμοποιήση μεγάλου ποσοστού ανθέων.Είναι διπλής χρήσης και εκτός από την παραγωγή λαδιού που θεωρείται μία από τις καλύτερες ποικιλίες,χρησιμοποιείται και για την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς που εξάγεται.

Απαιτήσεις σε έδαφος:
Η ελιά αναπτύσσεται σ’ όλα τα εδάφη ακόμα και στα άγονα πετρώδη. Αποδίδει όμως πολύ καλύτερα σε σχετικά γόνιμα εδάφη που συγκρατούν αρκετή υγρασία. Υποφέρει σοβαρά σε βαριά εδάφη που νεροκρατούν. Προτιμάει ουδέτερη ή ελαφρά αλκαλική αντίδραση (pH 7-8) του εδάφους, αντέχει όμως και στα ελαφρά όξινα εδάφη. Παρουσιάζει σχετικά καλή αντοχή στην αλατότητα του εδάφους.

Α. Κολοβή
Καλύπτει το 70% της ελαιοκαλλιέργειας του νησιού. Περιοχές καλλιέργειάς της ειναι η Γέρα, η Αγιάσος, το Πλωμάρι, ο Πολυχνίτος και τα Παράκοιλα, η έδρα της πρωτοβουλίας μας.
Έχει μέτριες απαιτήσεις στο έδαφος και καλλιεργητικές φροντίδες και σε ευνοΐκές συνθηκες μπορεί να φτάσει σε υψηλές αποδόσεις. Θεωρείται μια από τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες τόσο από παραγωγικότητα όσο κι από ποιότητα λαδιού. Είναι όψιμη ποικιλία (πλήρης ωρίμανση Φεβρουάριο με Μαρτιο) αλλά η συλλογή της με χειρομάδισμα αρχίζει συχνά από νωρίς, απ το Νοέμβριο. Είναι ποικιλία διπλής χρήσης, κατάλληλη για βρώσιμες μαύρες ελιές αλατισμένες οι οποίες ειναι εξαιρετικής ποιότητας, γεύσης και με καλό άρωμα.
Οι δύο ποικιλίες που κυρίως καλλιεργούνται στο νησί, Κολοβή και Αδραμυτινή, χρησιμοποιούνται και ως επιτραπέζιες ελιές. 

Στη Λέσβο κάνουν τσακιστές ή κλαστάδες, κυρίως τις Αδραμυτινές, οι οποίες αφού σπάσουν με πέτρα και ξεπικρίσουν σε νερό, μπαίνουν σε άλμη με κομμάτια λεμονιού, δεντρολίβανου ή μάραθου.     

Οι ξηράλατες ή παστές, μπαίνουν σε καλάθια με αρκετή ποσότητα αλατιού και σκεπάζονται με το μπασκί, ένα ξύλο που καλύπτει την επιφάνεια του καλαθιού. Από πάνω τοποθετείται μία βαριά πέτρα, ώστε οι ελιές να αποβάλλουν μεγάλο μέρος της υγρασίας τους και έτσι να διατηρηθούν για πολύ καιρό. Με αυτό τον τρόπο γίνονται κυρίως οι Αδραμυτινές, ενώ οι Κολοβές μόνο όταν είναι πολύ ώριμες. Στα Παράκοιλα, στις παστές ελιές, προσθέτουν φύλλα νεραντζιάς για άρωμα.

Στο νησί κάνουν τις ελιές ξιδάτες με δύο τρόπους: χαρακωτές ή νερουλιές. Τις χαρακωτές αφού τις χαράξουν προσεκτικά με μαχαίρι τις ξεπικρίζουν σε νερό και μετά τις τοποθετούν σε άλμη. Τις νερουλιές τις τοποθετούν μετά τη συγκομιδή σε δοχεία με νερό και τις αφήνουν έως το καλοκαίρι να ξεπικρίσουν χωρίς καμία επιπλέον επέμβαση. Ξιδάτες γίνονται κυρίως οι Κολοβές ελιές. Το ξεπίκρισμα της ελιάς στη Λέσβο, παραδοσιακά αλλά και σήμερα, γίνεται με θαλασσινό νερό.  

Στο εμπόριο, οι ελιές της Λέσβου κυκλοφορούν τσακιστές, ξηράλατες και ξιδάτες από τις πολυάριθμες βιοτεχνίες που τυποποιούν ελιές στο νησί.

Η εμπνευσμένη κουζίνα της Μυτιλήνης έβαλε τις ελιές και μέσα στην κατσαρόλα. Πράσα με κάστανα και πράσινες ελιές, σουπιές γεμιστές με άσπρες τσακιστές ελιές, ελιόψωμα με πορτοκάλι, γλυκό κουταλιού ελιά και αλιάδα, μία σπάνια σούπα με ψιλοκομμένες ελιές, τσιγαριστό κρεμμύδι, λίγο αλεύρι ολικής άλεσης, αλάτι και πιπέρι.

 

Επίσης, είναι μια από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες της χώρας. Οι επιτραπέζιες κολοβές ελιές διακρίνονται από τον λεπτό φλοιό του καρπού τους και διαλέγονται συνήθως οι μεγάλες σε μέγεθος, που έχουν πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε σάκχαρα, ώστε να ευνοείται η καλύτερη συντήρησή τους. Οι κολοβές, ως βρώσιμες ελιές, λέγονται «νερουλιές» και γλυκαίνουν όταν τις βάλουμε στο νερό και το αλλάζουμε κάθε τόσο.

 

Η διατροφική αξία της ελιάς

  • Οι ελιές περιέχουν λινολεϊκό οξύ, που είναι πολύ ευεργετικό για τα βρέφη που θηλάζουν. Η ανεπάρκειά του συνδέεται με ορισμένες ασθένειες του δέρματος και προβλήματα ανάπτυξης στα βρέφη. Οι μητέρες που θηλάζουν, είναι καλό να περιλαμβάνουν τον καρπό της ελιάς στη διατροφή τους.
  • Το χλώριο που περιέχουν, μπορεί να βελτιώσει τις λειτουργίες του ήπατος, βοηθώντας τον οργανισμό για την αποτελεσματική εξάλειψη των αποβλήτων από το σώμα.
  • Οι βιταμίνες Α, D, E και K, που περιέχονται στις ελιές, βοηθούν την ανάπτυξη των οστών σε παιδιά και ενήλικες.
  • Η χαρακτηριστική γεύση και το άρωμα της ελιάς, προέρχεται από την παρουσία των πολυφαινολών. Οι πολυφαινόλες είναι ευεργετικές κατά του καρκίνου και επίσης διαθέτουν σημαντικές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
  • Η βιταμίνη Ε και άλλα αντιοξειδωτικά που περιέχονται στις ελιές, μειώνουν τον κίνδυνο καταστροφής των κυττάρων και φλεγμονών.